- οκτακόσια
- οκτακόσια και οχτακόσια αριθμ. απόλυτο που δηλώνει ποσότητα από 800 μονάδες ή οχτώ εκατοντάδες· επίθ. οχτακόσιοι, -ιες, -ια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὀκτακόσια — ὀκτακόσιοι eight hundred neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτακοσίας — ὀκτακοσίᾱς , ὀκτακόσιοι eight hundred fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτακοσιοστός — και οχτακοσιοστός, ή, ό (Α ὀκτακοσιοστός, ή, όν) [οκτακόσιοι] (τακτ. αριθμ.) αυτός που καταλαμβάνει σε σειρά ή σε τάξη τον αριθμό οκτακόσια νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτακοσιοστό το ένα από τα οκτακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου … Dictionary of Greek
Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… … Deutsch Wikipedia
οκτακοσαριά — και οχτακοσαριά, η φρ. «καμιά οκτακοσαριά» και «μία οκτακοσαριά» περίπου οκτακόσιοι («μαζεύτηκαν καμιά οκτακοσαριά άνθρωποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οκτακόσια + κατάλ. αριά (πρβλ. εξηντ αριά)] … Dictionary of Greek
οκτακοσιάκις — επίρρ. οκτακόσιες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οκτακόσια + επιρρμ. κατάλ. κις*] … Dictionary of Greek
οκτακόσιοι — και οχτακόσιοι, ες, α (Α ὀκτακόσιοι και ὀκτωκόσιοι και δωρ. τ. ὀκτακάτιοι, αι, α) ποσότητα οκτώ εκατοντάδων νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτακόσια και οχτακόσια α) ο αριθμός 800 β) (για χρονολογία) το οκτακοσιοστό έτος μετά Χριστόν. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1880. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ὀκτακόσια + ὀγδοήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. μυριο πλασ ίων] … Dictionary of Greek
Γκίμπον, Έντουαρντ — (Edward Gibbon, Σάρεϊ 1737 – Λονδίνο 1794). Άγγλος ιστορικός. Έγραψε την Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε έξι τόμους, που εκδόθηκαν από το 1776 έως το 1788. Επηρεασμένος από τους Γάλλους εγκυκλοπαιδιστές, έβλεπε… … Dictionary of Greek